- μολάρω
- μολάρω, μόλαρα και μολάρισα βλ. πίν. 53
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μολάρω — και μολαίρνω (ιδίως στους ναυτικούς) αφήνω κάτι ελεύθερο, αμολώ, χαλαρώνω («μολάρω τα κουπιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mollare «αφήνω, χαλαρώνω, αμολώ»] … Dictionary of Greek
μολάρω — (λ. ιταλ.), μόλαρα, προστ. μόλαρε και μόλα, λύνω, αφήνω: Μόλα το παλαμάρι! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μόλα! — (λ. ιταλ.), βλ. μολάρω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)